ενθετικός

ενθετικός
η , όν
1) вставной, вставляющийся; надставной;

ενθετική διακόσμηση — инкрустация;

2) пригодный для вставки, надставки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ενθετικός" в других словарях:

  • ενθετικός — ή, ό (Α ἐνθετικός, ή, όν) νεοελλ. ο κατάλληλος για ένθεση ή αυτός που γίνεται με ένθεση («ενθετική διακόσμηση» διακόσμηση που γίνεται με ένθεση, εμβολή ποικιλμάτων στην επιφάνεια επίπλων ή σκευών) αρχ. 1. ο κατάλληλος για εμφύτευση 2. ο εύκολος… …   Dictionary of Greek

  • ενθετικός — ή, ό 1. που γίνεται με ένθεση (βλ. λ.). 2. το θηλ. ως ουσ., ενθετική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνθετικόν — ἐνθετικός fit for implanting masc acc sg ἐνθετικός fit for implanting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθετική — ἐνθετικός fit for implanting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»